Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


melodràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,meloˈdramma]

1 όπερα
2 μελόδραμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  melodista melodrammatico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

melodicamente (επίρ.)
melodico (επίθ.)
melodiosamente (επίρ.)
melodioso (επίθ.)
melodista (ουσ αρσ και θηλ.)
melodramma (ουσ αρσ )
melodrammatico (επίθ.)
meloe (ουσ αρσ )
melofago (ουσ αρσ )
melograno (ουσ αρσ )
melomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
melomania (θηλ.ουσ)
melone (ουσ αρσ )
melopea (θηλ.ουσ)
melton (ουσ αρσ )
membrana (θηλ.ουσ)
membranaceo (επίθ.)
membranoso (επίθ.)
membratura (θηλ.ουσ)
membro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---