Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmèmbro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɛmbro] (di associazione, partito) το μέλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |