ItalianoGreco


membratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [membraˈtura]

1 στρουκτούρα
2 διάρθρωση
3 συνάρμοση
4 υφή
5 σκελετός
6 δόμηση
7 δομή
8 πλαίσιο εργασίας
9 πλαίσιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---