Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


membratùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [membraˈtura]

1 στρουκτούρα
2 διάρθρωση
3 συνάρμοση
4 υφή
5 σκελετός
6 δόμηση
7 δομή
8 πλαίσιο εργασίας
9 πλαίσιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  membranoso membro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

melopea (θηλ.ουσ)
melton (ουσ αρσ )
membrana (θηλ.ουσ)
membranaceo (επίθ.)
membranoso (επίθ.)
membratura (θηλ.ουσ)
membro (ουσ αρσ )
membruto (επίθ.)
memento (ουσ αρσ )
memorabile (επίθ.)
memorando (επίθ.)
memorandum (ουσ αρσ )
memore (επίθ.)
memoria (θηλ.ουσ)
memorie (θηλ. ουσ πληθ.)
memoriale (αρσ. επίθ και ουσ)
memorialista (ουσ αρσ και θηλ.)
memorizzare (ρ. μτβ.)
memorizzazione (θηλ.ουσ)
mena (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---