Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmembràna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [memˈbrana] 1 υμένας 2 διάφραγμα 3 μεμβράνη 4 μεμβράνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |