Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


melensàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [melenˈsadʤine]

1 ανία
2 ανοησία
3 αναισθησία
4 ηλιθιότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  melena melenso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

melassa (θηλ.ουσ)
melata (θηλ.ουσ)
melato (επίθ.)
meleagrina (θηλ.ουσ)
melena (θηλ.ουσ)
melensaggine (θηλ.ουσ)
melenso (επίθ.)
meleto (ουσ αρσ )
melica (θηλ.ουσ)
melico (επίθ.)
meliloto (ουσ αρσ )
melinite (θηλ.ουσ)
melisma (ουσ αρσ )
melismatico (επίθ.)
melissa (θηλ.ουσ)
melitosio (ουσ αρσ )
mellifago (επίθ.)
mellifero (επίθ.)
mellificare (ρ.αμτβ.)
mellificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---