Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


meditàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mediˈtato]

1 καλά εξετασμένος
2 καλά σχεδιασμένος
3 μελετημένος
4 επεξεργασμένος διανοητικά
5 προσχεδιασμένος
6 εσκεμμένος
7 ώριμος σε σκέψη
8 γνωστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  meditativo meditazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

meditabondo (επίθ.)
meditare (ρ.αμτβ.)
meditare (ρ. μτβ.)
meditatamente (επίρ.)
meditativo (επίθ.)
meditato (επίθ.)
meditazione (θηλ.ουσ)
mediterraneo (ουσ αρσ )
medium (ουσ αρσ και θηλ.)
medusa (θηλ.ουσ)
meeting (ουσ αρσ )
mefisto (ουσ αρσ )
Mefistofele (ουσ αρσ )
mefistofelico (επίθ.)
mefite (θηλ.ουσ)
mefitico (επίθ.)
megaciclo (ουσ αρσ )
megafono (ουσ αρσ )
megahertz (ουσ αρσ )
megalite (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---