Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mediocrédito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,mɛdjoˈkredito]

μεσοπρόθεσμη πίστωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mediocre mediocremente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

medievalista (ουσ αρσ και θηλ.)
medio (ουσ αρσ )
medio (επίθ.)
mediocre (ουσ αρσ )
mediocre (επίθ.)
mediocredito (ουσ αρσ )
mediocremente (επίρ.)
mediocrità (θηλ.ουσ)
medioevale (επίθ.)
medioevo (ουσ αρσ )
medioleggero (ουσ αρσ )
mediomassimo (ουσ αρσ )
medio-orientale (επίθ.)
meditabondo (επίθ.)
meditare (ρ.αμτβ.)
meditare (ρ. μτβ.)
meditatamente (επίρ.)
meditativo (επίθ.)
meditato (επίθ.)
meditazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---