Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


medievalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [medievaˈlizmo]

μεσαιωνισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  medievale medievalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

medicinale (επίθ.)
medico (ουσ αρσ )
medico (επίθ.)
medicochirurgico (επίθ.)
medievale (επίθ.)
medievalismo (ουσ αρσ )
medievalista (ουσ αρσ και θηλ.)
medio (ουσ αρσ )
medio (επίθ.)
mediocre (ουσ αρσ )
mediocre (επίθ.)
mediocredito (ουσ αρσ )
mediocremente (επίρ.)
mediocrità (θηλ.ουσ)
medioevale (επίθ.)
medioevo (ουσ αρσ )
medioleggero (ουσ αρσ )
mediomassimo (ουσ αρσ )
medio-orientale (επίθ.)
meditabondo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---