ItalianoGreco


medicinàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mediʧiˈnale]

το φάρμακο

medicinàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [mediʧiˈnale]

1 θεραπευτικός
2 ιαματικός
3 ιατρικός
4 επουλωτικός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


erba [αρσ.] officinale, medicinale = το βοτάνι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---