Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irànico (επίθ.) Irlànda (θηλ.ουσ)
iranìsta (ουσ αρσ και θηλ.) irlandése (ουσ αρσ )
iranìstica (θηλ.ουσ) irlandése (θηλ.ουσ)
Iràq (κύρ.όν. αρσ.) irlandése (επίθ.)
irascìbile (επίθ.) ironeggiàre (ρ.αμτβ.)
irascibilità (θηλ.ουσ) ironìa (θηλ.ουσ)
iràto (επίθ.) ironicaménte (επίρ.)
ìrbis (ουσ αρσ ) irònico (επίθ.)
ìre (ρ.αμτβ.) ironìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
irènico (επίθ.) ironizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irenìsmo (ουσ αρσ ) irosaménte (επίρ.)
irenìsta (ουσ αρσ και θηλ.) iróso (αρσ. επίθ και ουσ)
ìreos (ουσ αρσ ) irradiaménto (ουσ αρσ )
iridàcee (θηλ. ουσ πληθ.) irradiàre (ρ.αμτβ.)
iridàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) irradiàre (ρ. μτβ.)
iridàto (επίθ.) irradiarsi (ρ.μ. (αντων.))
iridazióne (θηλ.ουσ) irradiazióne (θηλ.ουσ)
ìride (θηλ.ουσ) irraggiaménto (ουσ αρσ )
iridectomìa (θηλ.ουσ) irraggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
iridèo, irìdeo (επίθ.) irraggiungìbile (επίθ.)
iridescènte (επίθ.) irraggiungibilità (θηλ.ουσ)
iridescènza (θηλ.ουσ) irragionévole (επίθ.)
irìdio (ουσ αρσ ) irragionevolézza (θηλ.ουσ)
ìris (ουσ αρσ και θηλ.) irrancidiménto (ουσ αρσ )
irìte (θηλ.ουσ) irrancidìre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: