Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irraggiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [irradˈʤare]

ακτινοβολώ (χρησιμοποίησε καλύτερα το irradiare)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irraggiamento irraggiungibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irradiare (ρ.αμτβ.)
irradiare (ρ. μτβ.)
irradiarsi (ρ.μ. (αντων.))
irradiazione (θηλ.ουσ)
irraggiamento (ουσ αρσ )
irraggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irraggiungibile (επίθ.)
irraggiungibilità (θηλ.ουσ)
irragionevole (επίθ.)
irragionevolezza (θηλ.ουσ)
irrancidimento (ουσ αρσ )
irrancidire (ρ.αμτβ.)
irrappresentabile (επίθ.)
irrazionale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrazionalismo (ουσ αρσ )
irrazionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irrazionalistico (επίθ.)
irrazionalità (θηλ.ουσ)
irreale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrealizzabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---