Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irradiazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irradjatˈtsjone]

1 φωτοβολή
2 αντιλάμπισμα
3 μαρμαρυγή
4 φεγγοβολή
5 σελαγισμός
6 ακτινοβολία
7 λαμπύρισμα
8 λαμπηδόνα
9 λάμψη
10 αίγλη
11 εκπομπή ακτίνων
12 αστραποβόλημα
13 απαύγασμα
14 λαμποκόπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irradiarsi irraggiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iroso (αρσ. επίθ και ουσ)
irradiamento (ουσ αρσ )
irradiare (ρ.αμτβ.)
irradiare (ρ. μτβ.)
irradiarsi (ρ.μ. (αντων.))
irradiazione (θηλ.ουσ)
irraggiamento (ουσ αρσ )
irraggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irraggiungibile (επίθ.)
irraggiungibilità (θηλ.ουσ)
irragionevole (επίθ.)
irragionevolezza (θηλ.ουσ)
irrancidimento (ουσ αρσ )
irrancidire (ρ.αμτβ.)
irrappresentabile (επίθ.)
irrazionale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrazionalismo (ουσ αρσ )
irrazionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irrazionalistico (επίθ.)
irrazionalità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---