Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόiróso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [iˈroso], [iˈrozo] 1 οργισμένος 2 εξοργισμένος 3 εξαγριωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |