Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irradiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [irraˈdjare]

1 ακτινοβολώ
2 απαυγάζω
3 αντιλαμπίζω
4 αντιλάμπω
5 διαλάμπω
6 λαμποκοπώ
7 μαρμαίρω
8 λάμπω

irradiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [irraˈdjare]

1 φεγγοβολώ
2 ακτινοβολώ
3 αντιλαμπίζω
4 φωτοβολώ
5 σελαγίζω
6 λαμπυρίζω

irradiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [irraˈdjarsi]

λάμπω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irradiamento irradiazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ironista (ουσ αρσ και θηλ.)
ironizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irosamente (επίρ.)
iroso (αρσ. επίθ και ουσ)
irradiamento (ουσ αρσ )
irradiare (ρ.αμτβ.)
irradiare (ρ. μτβ.)
irradiarsi (ρ.μ. (αντων.))
irradiazione (θηλ.ουσ)
irraggiamento (ουσ αρσ )
irraggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irraggiungibile (επίθ.)
irraggiungibilità (θηλ.ουσ)
irragionevole (επίθ.)
irragionevolezza (θηλ.ουσ)
irrancidimento (ουσ αρσ )
irrancidire (ρ.αμτβ.)
irrappresentabile (επίθ.)
irrazionale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrazionalismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---