Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrazionàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [irrattsjoˈnale]

παράλογος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrappresentabile irrazionalismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irragionevole (επίθ.)
irragionevolezza (θηλ.ουσ)
irrancidimento (ουσ αρσ )
irrancidire (ρ.αμτβ.)
irrappresentabile (επίθ.)
irrazionale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrazionalismo (ουσ αρσ )
irrazionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irrazionalistico (επίθ.)
irrazionalità (θηλ.ουσ)
irreale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrealizzabile (επίθ.)
irrealizzabilità (θηλ.ουσ)
irrealizzato (επίθ.)
irrealtà (θηλ.ουσ)
irreconciliabile (επίθ.)
irreconciliabilita (θηλ.ουσ)
irrecuperabile (επίθ.)
irrecuperabilità (θηλ.ουσ)
irrecusabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---