Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrealtà  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irrealˈta]

1 μύθος
2 φανταστικό
3 ανικανότητα ρεαλιστικής αντίληψης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrealizzato irreconciliabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrazionalità (θηλ.ουσ)
irreale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrealizzabile (επίθ.)
irrealizzabilità (θηλ.ουσ)
irrealizzato (επίθ.)
irrealtà (θηλ.ουσ)
irreconciliabile (επίθ.)
irreconciliabilita (θηλ.ουσ)
irrecuperabile (επίθ.)
irrecuperabilità (θηλ.ουσ)
irrecusabile (επίθ.)
irredentismo (ουσ αρσ )
irredentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irredentistico (επίθ.)
irredento (αρσ. επίθ και ουσ)
irredimibile (επίθ.)
irredimibilità (θηλ.ουσ)
irrefrenabile (επίθ.)
irrefrenabilità (θηλ.ουσ)
irrefutabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---