Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrazionalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irrattsjonaliˈta]

1 παραδοξολογία
2 εξωφρενικότητα
3 εξωφρενισμός
4 παράνοια
5 παραλογητό
6 αφροσύνη
7 ασυναρτησία
8 παραλογισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrazionalistico irreale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irrappresentabile (επίθ.)
irrazionale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrazionalismo (ουσ αρσ )
irrazionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irrazionalistico (επίθ.)
irrazionalità (θηλ.ουσ)
irreale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrealizzabile (επίθ.)
irrealizzabilità (θηλ.ουσ)
irrealizzato (επίθ.)
irrealtà (θηλ.ουσ)
irreconciliabile (επίθ.)
irreconciliabilita (θηλ.ουσ)
irrecuperabile (επίθ.)
irrecuperabilità (θηλ.ουσ)
irrecusabile (επίθ.)
irredentismo (ουσ αρσ )
irredentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irredentistico (επίθ.)
irredento (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---