Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irrazionalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [irrattsjonaˈlizmo]

1 ιρασιοναλισμός
2 δόγμα παραλογισμού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irrazionale irrazionalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irragionevolezza (θηλ.ουσ)
irrancidimento (ουσ αρσ )
irrancidire (ρ.αμτβ.)
irrappresentabile (επίθ.)
irrazionale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrazionalismo (ουσ αρσ )
irrazionalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
irrazionalistico (επίθ.)
irrazionalità (θηλ.ουσ)
irreale (αρσ. επίθ και ουσ)
irrealizzabile (επίθ.)
irrealizzabilità (θηλ.ουσ)
irrealizzato (επίθ.)
irrealtà (θηλ.ουσ)
irreconciliabile (επίθ.)
irreconciliabilita (θηλ.ουσ)
irrecuperabile (επίθ.)
irrecuperabilità (θηλ.ουσ)
irrecusabile (επίθ.)
irredentismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---