Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irònico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iˈrɔniko]

ειρωνικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ironicamente ironista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irlandese (θηλ.ουσ)
irlandese (επίθ.)
ironeggiare (ρ.αμτβ.)
ironia (θηλ.ουσ)
ironicamente (επίρ.)
ironico (επίθ.)
ironista (ουσ αρσ και θηλ.)
ironizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irosamente (επίρ.)
iroso (αρσ. επίθ και ουσ)
irradiamento (ουσ αρσ )
irradiare (ρ.αμτβ.)
irradiare (ρ. μτβ.)
irradiarsi (ρ.μ. (αντων.))
irradiazione (θηλ.ουσ)
irraggiamento (ουσ αρσ )
irraggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irraggiungibile (επίθ.)
irraggiungibilità (θηλ.ουσ)
irragionevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---