Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irlandése  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [irlanˈdese], [irlanˈdeze]

ο Ιρλανδός (-η)

irlandése  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [irlanˈdese], [irlanˈdeze]

Ιρλανδή

irlandése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [irlanˈdese], [irlanˈdeze]

ιρλανδικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Irlanda ironeggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iridescenza (θηλ.ουσ)
iridio (ουσ αρσ )
iris (ουσ αρσ και θηλ.)
irite (θηλ.ουσ)
Irlanda (θηλ.ουσ)
irlandese (ουσ αρσ )
irlandese (θηλ.ουσ)
irlandese (επίθ.)
ironeggiare (ρ.αμτβ.)
ironia (θηλ.ουσ)
ironicamente (επίρ.)
ironico (επίθ.)
ironista (ουσ αρσ και θηλ.)
ironizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irosamente (επίρ.)
iroso (αρσ. επίθ και ουσ)
irradiamento (ουσ αρσ )
irradiare (ρ.αμτβ.)
irradiare (ρ. μτβ.)
irradiarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---