Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iˈrite]

ιρίτιδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iris Irlanda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irideo (επίθ.)
iridescente (επίθ.)
iridescenza (θηλ.ουσ)
iridio (ουσ αρσ )
iris (ουσ αρσ και θηλ.)
irite (θηλ.ουσ)
Irlanda (θηλ.ουσ)
irlandese (ουσ αρσ )
irlandese (θηλ.ουσ)
irlandese (επίθ.)
ironeggiare (ρ.αμτβ.)
ironia (θηλ.ουσ)
ironicamente (επίρ.)
ironico (επίθ.)
ironista (ουσ αρσ και θηλ.)
ironizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
irosamente (επίρ.)
iroso (αρσ. επίθ και ουσ)
irradiamento (ουσ αρσ )
irradiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---