Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόirànico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [iˈraniko] 1 Ιρανός 2 Πέρσης irànico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [iˈraniko] 1 περσικός 2 ιρανικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |