Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iranìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iraˈnista]

ειδικός στης ιρανικές σπουδές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iranico iranistica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Iran (κύρ.όν. αρσ.)
iraniano (ουσ αρσ )
iraniano (επίθ.)
iranico (ουσ αρσ )
iranico (επίθ.)
iranista (ουσ αρσ και θηλ.)
iranistica (θηλ.ουσ)
Iraq (κύρ.όν. αρσ.)
irascibile (επίθ.)
irascibilità (θηλ.ουσ)
irato (επίθ.)
irbis (ουσ αρσ )
ire (ρ.αμτβ.)
irenico (επίθ.)
irenismo (ουσ αρσ )
irenista (ουσ αρσ και θηλ.)
ireos (ουσ αρσ )
iridacee (θηλ. ουσ πληθ.)
iridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
iridato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---