Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iridàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iriˈdato]

1 ποικιλόχρωμος
2 ιριδίζων
3 ιριδόχρωμος
4 ιριδωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iridare iridazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

irenismo (ουσ αρσ )
irenista (ουσ αρσ και θηλ.)
ireos (ουσ αρσ )
iridacee (θηλ. ουσ πληθ.)
iridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
iridato (επίθ.)
iridazione (θηλ.ουσ)
iride (θηλ.ουσ)
iridectomia (θηλ.ουσ)
irideo (επίθ.)
iridescente (επίθ.)
iridescenza (θηλ.ουσ)
iridio (ουσ αρσ )
iris (ουσ αρσ και θηλ.)
irite (θηλ.ουσ)
Irlanda (θηλ.ουσ)
irlandese (ουσ αρσ )
irlandese (θηλ.ουσ)
irlandese (επίθ.)
ironeggiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---