Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόiridàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [iriˈdato] 1 ποικιλόχρωμος 2 ιριδίζων 3 ιριδόχρωμος 4 ιριδωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |