Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόiridazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [iridatˈtsjone] 1 ιριδισμός 2 χρωματισμός με τα χρώματα ίριδας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |