Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iridectomìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iridektoˈmia]

ιριδοτομία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iride irideo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iridacee (θηλ. ουσ πληθ.)
iridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
iridato (επίθ.)
iridazione (θηλ.ουσ)
iride (θηλ.ουσ)
iridectomia (θηλ.ουσ)
irideo (επίθ.)
iridescente (επίθ.)
iridescenza (θηλ.ουσ)
iridio (ουσ αρσ )
iris (ουσ αρσ και θηλ.)
irite (θηλ.ουσ)
Irlanda (θηλ.ουσ)
irlandese (ουσ αρσ )
irlandese (θηλ.ουσ)
irlandese (επίθ.)
ironeggiare (ρ.αμτβ.)
ironia (θηλ.ουσ)
ironicamente (επίρ.)
ironico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---