Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόiridàcee
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [iriˈdaʧee] 1 ιριίδες 2 οικογένεια φυτών του κρίνου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |