Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iˈrato]

1 νευριασμένος
2 οργισμένος
3 θυμωμένος
4 εξοργισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irascibilità irbis  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iranista (ουσ αρσ και θηλ.)
iranistica (θηλ.ουσ)
Iraq (κύρ.όν. αρσ.)
irascibile (επίθ.)
irascibilità (θηλ.ουσ)
irato (επίθ.)
irbis (ουσ αρσ )
ire (ρ.αμτβ.)
irenico (επίθ.)
irenismo (ουσ αρσ )
irenista (ουσ αρσ και θηλ.)
ireos (ουσ αρσ )
iridacee (θηλ. ουσ πληθ.)
iridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
iridato (επίθ.)
iridazione (θηλ.ουσ)
iride (θηλ.ουσ)
iridectomia (θηλ.ουσ)
irideo (επίθ.)
iridescente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---