Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìrbis  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈirbis]

1 λεοπάρδαλη των χιονιών
2 πάνθηρας των βουνών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irato ire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iranistica (θηλ.ουσ)
Iraq (κύρ.όν. αρσ.)
irascibile (επίθ.)
irascibilità (θηλ.ουσ)
irato (επίθ.)
irbis (ουσ αρσ )
ire (ρ.αμτβ.)
irenico (επίθ.)
irenismo (ουσ αρσ )
irenista (ουσ αρσ και θηλ.)
ireos (ουσ αρσ )
iridacee (θηλ. ουσ πληθ.)
iridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
iridato (επίθ.)
iridazione (θηλ.ουσ)
iride (θηλ.ουσ)
iridectomia (θηλ.ουσ)
irideo (επίθ.)
iridescente (επίθ.)
iridescenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---