Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


irascibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iraʃʃibiliˈta]

1 αψάδα
2 οξυθυμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  irascibile irato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iranico (επίθ.)
iranista (ουσ αρσ και θηλ.)
iranistica (θηλ.ουσ)
Iraq (κύρ.όν. αρσ.)
irascibile (επίθ.)
irascibilità (θηλ.ουσ)
irato (επίθ.)
irbis (ουσ αρσ )
ire (ρ.αμτβ.)
irenico (επίθ.)
irenismo (ουσ αρσ )
irenista (ουσ αρσ και θηλ.)
ireos (ουσ αρσ )
iridacee (θηλ. ουσ πληθ.)
iridare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
iridato (επίθ.)
iridazione (θηλ.ουσ)
iride (θηλ.ουσ)
iridectomia (θηλ.ουσ)
irideo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---