Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intervàllo (ουσ αρσ ) intestarsi (ρ.μ. (αντων.))
intervenìre (ρ.αμτβ.) intestatàrio (ουσ αρσ )
interventìsmo (ουσ αρσ ) intestàto (ουσ αρσ )
interventìsta (ουσ αρσ και θηλ.) intestàto (επίθ.)
interventìsta (επίθ.) intestazióne (θηλ.ουσ)
interventìstico (επίθ.) intestinàle (επίθ.)
intervènto (ουσ αρσ ) intestìno (ουσ αρσ )
intervenùto (ουσ αρσ ) intestìno (επίθ.)
intervenùto (επίθ.) intiepidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intervertebràle (επίθ.) intiéro, intièro (αρσ. επίθ και ουσ)
intervìsta (θηλ.ουσ) intignàre (ρ.αμτβ.)
intervistàre (ρ. μτβ.) intignàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
intervistàto (αρσ. επίθ και ουσ) intimaménte (επίρ.)
intervistatóre (ουσ αρσ ) intimàre (ρ. μτβ.)
intervocàlico (επίθ.) intimazióne (θηλ.ουσ)
interzàto (αρσ. επίθ και ουσ) intimidatòrio (επίθ.)
interzonàle (επίθ.) intimidazióne (θηλ.ουσ)
intésa (θηλ.ουσ) intimidìre (ρ.αμτβ.)
intéso (επίθ.) intimidìre (ρ. μτβ.)
intèssere (ρ. μτβ.) intimidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intessitùra (θηλ.ουσ) intimidìto (επίθ.)
intessùto (επίθ.) intimìsmo (ουσ αρσ )
intestàbile (επίθ.) intimìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
intestardìrsi (ρ. μ. αμτβ.) intimìstico (επίθ.)
intestàre (ρ. μτβ.) intimità (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: