Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

conformàrsi (ρ. μ. αμτβ.) confucianésimo (ουσ αρσ )
conformàto (επίθ.) confuciàno (αρσ. επίθ και ουσ)
conformatóre (αρσ. επίθ και ουσ) Confùcio (κύρ.όν. αρσ.)
conformazionàle (επίθ.) confusaménte (επίρ.)
conformazióne (θηλ.ουσ) confusionàle (επίθ.)
confórme (επίθ.) confusionàrio (ουσ αρσ )
confórme (επίρ.) confusionàrio (επίθ.)
conformeménte (επίρ.) confusióne (θηλ.ουσ)
conformìsmo (ουσ αρσ ) confusionìsmo (ουσ αρσ )
conformìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) confusionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
conformìstico (επίθ.) confùso (επίθ.)
conformità (θηλ.ουσ) confutàbile (επίθ.)
confortàbile (επίθ.) confutàre (ρ. μτβ.)
confortànte (επίθ.) confutatìvo (επίθ.)
confortàre (ρ. μτβ.) confutatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
confortàrsi (ρ. μ. αμτβ.) confutatòrio (επίθ.)
confortatóre (ουσ αρσ ) confutazióne (θηλ.ουσ)
confortatòrio (αρσ. επίθ και ουσ) cònga (θηλ.ουσ)
confortévole (επίθ.) congedàbile (επίθ.)
confòrto (ουσ αρσ ) congedaménto (ουσ αρσ )
confratèllo (ουσ αρσ ) congedàndo (αρσ. επίθ και ουσ)
confratèrnita (θηλ.ουσ) congedàre (ρ. μτβ.)
confrontàbile (επίθ.) congedàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
confrontàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) congedàto (ουσ αρσ )
confrónto (ουσ αρσ ) congedàto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: