Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cambùsa (θηλ.ουσ) caminièra (θηλ.ουσ)
cambusière (ουσ αρσ ) camìno (ουσ αρσ )
camèlia (θηλ.ουσ) càmion (ουσ αρσ )
càmera (θηλ.ουσ) camionàbile (θηλ. επίθ και ουσ)
cameralìsmo (ουσ αρσ ) camionàle (θηλ.ουσ)
cameralìsta (ουσ αρσ και θηλ.) camionàle (επίθ.)
cameràta (ουσ αρσ και θηλ.) camioncìno (ουσ αρσ )
cameràta (θηλ.ουσ) camionétta (θηλ.ουσ)
cameratésco (επίθ.) camionìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
cameratìsmo (ουσ αρσ ) camisàccio (ουσ αρσ )
camerièra (θηλ.ουσ) càmma (θηλ.ουσ)
camerière (ουσ αρσ ) cammellàto (επίθ.)
camerìno (ουσ αρσ ) cammellière (ουσ αρσ )
camerìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cammèllo (αρσ. επίθ και ουσ)
camerìstico (επίθ.) cammellòtto (ουσ αρσ )
camerléngo, camerlèngo (ουσ αρσ ) cammèo (ουσ αρσ )
càmice (ουσ αρσ ) camminaménto (ουσ αρσ )
camicerìa (θηλ.ουσ) camminante (επίθ.)
camicétta (θηλ.ουσ) camminàre (ρ.αμτβ.)
camìcia (θηλ.ουσ) camminàta (θηλ.ουσ)
camiciàia (θηλ.ουσ) camminatóre (ουσ αρσ )
camiciàio (ουσ αρσ ) camminatùra (θηλ.ουσ)
camiciòla (θηλ.ουσ) cammìno (ουσ αρσ )
camiciòtto (ουσ αρσ ) camomìlla (θηλ.ουσ)
caminétto (ουσ αρσ ) camòrra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: