Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamerièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kameˈrjɛra] 1 θεραπαινίδα 2 καθαρίστρια 3 παραδουλεύτρα 4 καμαριέρα 5 υπηρέτρια 6 σερβιτόρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |