Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cameràta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kameˈrata]

1 φίλος πιστός
2 συνάδελφος
3 σύντροφος

cameràta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kameˈrata]

υπνωτήριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cameralista cameratesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cambusiere (ουσ αρσ )
camelia (θηλ.ουσ)
camera (θηλ.ουσ)
cameralismo (ουσ αρσ )
cameralista (ουσ αρσ και θηλ.)
camerata (ουσ αρσ και θηλ.)
camerata (θηλ.ουσ)
cameratesco (επίθ.)
cameratismo (ουσ αρσ )
cameriera (θηλ.ουσ)
cameriere (ουσ αρσ )
camerino (ουσ αρσ )
camerista (ουσ αρσ και θηλ.)
cameristico (επίθ.)
camerlengo (ουσ αρσ )
camice (ουσ αρσ )
camiceria (θηλ.ουσ)
camicetta (θηλ.ουσ)
camicia (θηλ.ουσ)
camiciaia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---