Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càmera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkamera]

το δωμάτιο, η κάμαρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  camelia cameralismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


camera [θηλ.] da letto = το υπνοδωμάτιο || camera [θηλ.] d'aria = η σαμπρέλα || camera [θηλ.] doppia = το δωμάτιο με δύο κρεβάτια || camera [θηλ.] matrimoniale = η κρεβατοκάμαρα || camera [θηλ.] singola = το μονόκλινο δωμάτιο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cambretta (θηλ.ουσ)
cambrì (ουσ αρσ )
cambusa (θηλ.ουσ)
cambusiere (ουσ αρσ )
camelia (θηλ.ουσ)
camera (θηλ.ουσ)
cameralismo (ουσ αρσ )
cameralista (ουσ αρσ και θηλ.)
camerata (ουσ αρσ και θηλ.)
camerata (θηλ.ουσ)
cameratesco (επίθ.)
cameratismo (ουσ αρσ )
cameriera (θηλ.ουσ)
cameriere (ουσ αρσ )
camerino (ουσ αρσ )
camerista (ουσ αρσ και θηλ.)
cameristico (επίθ.)
camerlengo (ουσ αρσ )
camice (ουσ αρσ )
camiceria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---