Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cambrétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kamˈbretta]

1 συνδετήρας χαρτιών σε σχήμα U
2 καρφί σε σχήμα U


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Cambogia cambrì  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cambiario (επίθ.)
cambiavalute (ουσ αρσ και θηλ.)
cambio (ουσ αρσ )
cambista (ουσ αρσ και θηλ.)
Cambogia (κύρ.όν. θηλ.)
cambretta (θηλ.ουσ)
cambrì (ουσ αρσ )
cambusa (θηλ.ουσ)
cambusiere (ουσ αρσ )
camelia (θηλ.ουσ)
camera (θηλ.ουσ)
cameralismo (ουσ αρσ )
cameralista (ουσ αρσ και θηλ.)
camerata (ουσ αρσ και θηλ.)
camerata (θηλ.ουσ)
cameratesco (επίθ.)
cameratismo (ουσ αρσ )
cameriera (θηλ.ουσ)
cameriere (ουσ αρσ )
camerino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---