Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cambùsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kamˈbuza]

1 μαγειρείο αεροπλάνου
2 κουζίνα πλοίου
3 αίθουσα αποθήκης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cambrì cambusiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cambio (ουσ αρσ )
cambista (ουσ αρσ και θηλ.)
Cambogia (κύρ.όν. θηλ.)
cambretta (θηλ.ουσ)
cambrì (ουσ αρσ )
cambusa (θηλ.ουσ)
cambusiere (ουσ αρσ )
camelia (θηλ.ουσ)
camera (θηλ.ουσ)
cameralismo (ουσ αρσ )
cameralista (ουσ αρσ και θηλ.)
camerata (ουσ αρσ και θηλ.)
camerata (θηλ.ουσ)
cameratesco (επίθ.)
cameratismo (ουσ αρσ )
cameriera (θηλ.ουσ)
cameriere (ουσ αρσ )
camerino (ουσ αρσ )
camerista (ουσ αρσ και θηλ.)
cameristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---