Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamerière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kameˈrjɛre] 1 (ristorante, bar) το γαρσόνι, ο/η σερβιτόρος 2 (albergo) ο/η καμαριέρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |