Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamìcia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kaˈmiʧa] το πουκάμισο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcamicia [θηλ.] da notte = η νυχτικιά, το νυχτικό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |