Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


camìcia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈmiʧa]

το πουκάμισο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  camicetta camiciaia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


camicia [θηλ.] da notte = η νυχτικιά, το νυχτικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cameristico (επίθ.)
camerlengo (ουσ αρσ )
camice (ουσ αρσ )
camiceria (θηλ.ουσ)
camicetta (θηλ.ουσ)
camicia (θηλ.ουσ)
camiciaia (θηλ.ουσ)
camiciaio (ουσ αρσ )
camiciola (θηλ.ουσ)
camiciotto (ουσ αρσ )
caminetto (ουσ αρσ )
caminiera (θηλ.ουσ)
camino (ουσ αρσ )
camion (ουσ αρσ )
camionabile (θηλ. επίθ και ουσ)
camionale (θηλ.ουσ)
camionale (επίθ.)
camioncino (ουσ αρσ )
camionetta (θηλ.ουσ)
camionista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---