Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamiciàia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kamiˈʧaja] 1 κατασκευάστρια υποκαμίσων ή εργάτρια σε πουκαμισάδικο 2 πουκαμισού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |