Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


camiciàia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kamiˈʧaja]

1 κατασκευάστρια υποκαμίσων ή εργάτρια σε πουκαμισάδικο
2 πουκαμισού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  camicia camiciaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

camerlengo (ουσ αρσ )
camice (ουσ αρσ )
camiceria (θηλ.ουσ)
camicetta (θηλ.ουσ)
camicia (θηλ.ουσ)
camiciaia (θηλ.ουσ)
camiciaio (ουσ αρσ )
camiciola (θηλ.ουσ)
camiciotto (ουσ αρσ )
caminetto (ουσ αρσ )
caminiera (θηλ.ουσ)
camino (ουσ αρσ )
camion (ουσ αρσ )
camionabile (θηλ. επίθ και ουσ)
camionale (θηλ.ουσ)
camionale (επίθ.)
camioncino (ουσ αρσ )
camionetta (θηλ.ουσ)
camionista (ουσ αρσ και θηλ.)
camisaccio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---