Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


camerléngo, camerlèngo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kamerˈlengo], [kamerˈlɛngo]

1 παπικός αρχιθαλαμηπόλος
2 επίσκοπος παπικού θησαυροφυλακίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cameristico camice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cameriera (θηλ.ουσ)
cameriere (ουσ αρσ )
camerino (ουσ αρσ )
camerista (ουσ αρσ και θηλ.)
cameristico (επίθ.)
camerlengo (ουσ αρσ )
camice (ουσ αρσ )
camiceria (θηλ.ουσ)
camicetta (θηλ.ουσ)
camicia (θηλ.ουσ)
camiciaia (θηλ.ουσ)
camiciaio (ουσ αρσ )
camiciola (θηλ.ουσ)
camiciotto (ουσ αρσ )
caminetto (ουσ αρσ )
caminiera (θηλ.ουσ)
camino (ουσ αρσ )
camion (ουσ αρσ )
camionabile (θηλ. επίθ και ουσ)
camionale (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---