Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamerìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kameˈrino] 1 καμαρίνι 2 δωμάτιο λουτρού 3 δωματιάκι 4 δωμάτιο που γίνονται πρόβες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |