Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


caminétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kamiˈnetto]

το τζάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  camiciotto caminiera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

camicia (θηλ.ουσ)
camiciaia (θηλ.ουσ)
camiciaio (ουσ αρσ )
camiciola (θηλ.ουσ)
camiciotto (ουσ αρσ )
caminetto (ουσ αρσ )
caminiera (θηλ.ουσ)
camino (ουσ αρσ )
camion (ουσ αρσ )
camionabile (θηλ. επίθ και ουσ)
camionale (θηλ.ουσ)
camionale (επίθ.)
camioncino (ουσ αρσ )
camionetta (θηλ.ουσ)
camionista (ουσ αρσ και θηλ.)
camisaccio (ουσ αρσ )
camma (θηλ.ουσ)
cammellato (επίθ.)
cammelliere (ουσ αρσ )
cammello (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---