Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamiciàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kamiˈʧajo] 1 πωλητής υποκαμίσων 2 κατασκευαστής υποκαμίσων 3 πουκαμισάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |