Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcambusière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kambuˈzjɛre] 1 σιτιστής (στρατού) 2 αποθηκάριος (στρατού) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |