Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cammèo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kamˈmɛo]

κόσμημα ανάγλυφο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cammellotto camminamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

camma (θηλ.ουσ)
cammellato (επίθ.)
cammelliere (ουσ αρσ )
cammello (αρσ. επίθ και ουσ)
cammellotto (ουσ αρσ )
cammeo (ουσ αρσ )
camminamento (ουσ αρσ )
camminante (επίθ.)
camminare (ρ.αμτβ.)
camminata (θηλ.ουσ)
camminatore (ουσ αρσ )
camminatura (θηλ.ουσ)
cammino (ουσ αρσ )
camomilla (θηλ.ουσ)
camorra (θηλ.ουσ)
camorrista (ουσ αρσ και θηλ.)
camoscio (ουσ αρσ )
campagna (θηλ.ουσ)
campagnola (θηλ.ουσ)
campagnolo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---