Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcamminatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kamminaˈtura] περπάτημα (χρησιμοποίησε καλύτερα το camminata) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |