Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


camòscio, camóscio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈmɔʃʃo], [kaˈmoʃʃo]

1 (animale) το αγριοκάτσικο
2 (pelle) το σαμουά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  camorrista campagna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

camminatura (θηλ.ουσ)
cammino (ουσ αρσ )
camomilla (θηλ.ουσ)
camorra (θηλ.ουσ)
camorrista (ουσ αρσ και θηλ.)
camoscio (ουσ αρσ )
campagna (θηλ.ουσ)
campagnola (θηλ.ουσ)
campagnolo (αρσ. επίθ και ουσ)
campale (επίθ.)
campana (θηλ.ουσ)
campanaccio (ουσ αρσ )
campanario (επίθ.)
campanaro (ουσ αρσ )
campanatura (θηλ.ουσ)
campanella (θηλ.ουσ)
campanello (ουσ αρσ )
campaniforme (επίθ.)
campanile (ουσ αρσ )
campanilismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---