ItalianoGreco


camorrìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kamorˈrista]

1 εκβιαστής
2 μηχανορράφος
3 μαφιόζος
4 μέλος της καμόρα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---